- νεόδαρτον
- νεόδαρτοςnewly stripped offmasc/fem acc sgνεόδαρτοςnewly stripped offneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεόδαρτος — νεόδαρτος, ον (Α) (για βόδια ή για δέρματα) αυτός που γδάρθηκε πρόσφατα, νεογδαρμένος («ἀμφὶ δὲ δέρμα ἕστο βοὸς νεόδαρτον», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + δαρτος (< δέρω (για ζώα) «γδέρνω»), πρβλ. ανεμό δαρτος] … Dictionary of Greek